- κυνηγοῦν
- κυνηγέωhuntpres part act masc voc sg (attic epic doric)κυνηγέωhuntpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαγωνίκα — Χαρακτηρισμός που αποδίδεται από εκτροφείς σε σκύλους που προορίζονται για το κυνήγι ζώων. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι αυτής της ομάδας κυνηγούν με την όσφρηση, ενώ το θήραμά τους ποικίλλει, από μικρά ζώα έως αρκούδες και ελάφια. Υπάρχουν λ. που … Dictionary of Greek
κονοχαίτης — (Connochaetes). Γένος αφρικανικών αντιλόπων της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Τα ζώα αυτά είναι γνωστά και ως γκνου. Μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενδιάμεσα του βοδιού, της αντιλόπης και του αλόγου. Έχουν μεγάλο κεφάλι,… … Dictionary of Greek
μονάχους-μονάχους, μεσογειακή φώκια — Σπάνιο είδος φώκιας που ανήκει στο γένος των μοναχών μαζί με τα είδη Monachus tropicalis (μοναχός της Καραϊβικής) και Monachus schauinslandi (μοναχός της Χαβάης). Τα είδη αυτά εντοπίζονται σε θερμές περιοχές της Γης και αντιμετωπίζουν σοβαρά… … Dictionary of Greek
ναντού — Πτηνό της οικογένειας των Ρεϊδών της τάξης των ρεϊμόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rhea americana. Έχει ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων 2,50 μ.· είναι ανθεκτικός, προπάντων όμως ταχύτατος δρομέας, ακόμα και σε ανώμαλο έδαφος.… … Dictionary of Greek
Λυγξ — Γένος αιλουροειδών Βλ. λ. λύγκας. Ο λύγκας της ερήμου (lynx caracal) ζει κατά προτίμηση σε στεπώδεις και προερημικές περιοχές, όπου κυνηγάει κυρίως γαζέλες. Ο λύγκας του Καναδά (lynx canadensis) τείνει να εξαφανιστεί, γιατί τον κυνηγούν εντατικά… … Dictionary of Greek
αγριόγατος — Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών. Οι α. ζουν στα πυκνά δάση της ανατολικής και της κεντρικής Ευρώπης. Ζουν επίσης σε διάφορες περιοχές της ορεινής Σκοτίας. Είναι ζώα επικίνδυνα. Το σώμα τους είναι πιο μεγάλο από της… … Dictionary of Greek
αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
αδηφάγος — Ονομασία γένους σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Ζουν στη Σιβηρία, στον Καναδά, στην Αλάσκα και στην Αρκτική περιοχή. Παλαιότερα ζούσαν και σε νοτιότερες περιοχές της Ευρώπης, σήμερα όμως ελάχιστα υπάρχουν στη Σκανδιναβική… … Dictionary of Greek
αμπελίδα — Πτηνό της οικογένειας των αμπελιδών, της τάξης των στρουθιομόρφων, που ζει σε μικρές ομάδες στις δασώδεις περιοχές των βόρειων χωρών της Ευρώπης και της Ασίας. Επιστημονικά λέγεται αμπελίς ή βομβυκίλλη η φλύαρος.Στο κεφάλι της έχει ένα… … Dictionary of Greek
αρατίζω — 1. τρέπω κάποιον σε φυγή 2. ( ομαι) εξαφανίζομαι γιατί με κυνηγούν … Dictionary of Greek